- σιτοκρίθι
- και σιτοκρίθαρο, το, Ντο σιταροκρίθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + κριθή / κριθάρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοκρίθαρο — το, Ν βλ. σιτοκρίθι … Dictionary of Greek